- ξενόφοβος
- ος, ο[ν] испытывающий чувство боязни, недоверия к иностранцам
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξενόφοβος — η, ο αυτός που φοβάται και αποστρέφεται τους ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenophobe (< ξένος + φόβος)] … Dictionary of Greek